-
1 πετρέλαιο
[пэтрэлэо] ουσ. о. нефть, керосин,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πετρέλαιο
-
2 нефтепромышленность
η πετρελαιο-βιομηχανίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нефтепромышленность
-
3 соляр
(соляровое масло) το ακάθαρτο πετρέλαιο, το αργό (πετρέλαιο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соляр
-
4 солярка
(соляровое масло) το ακάθαρτο πετρέλαιο, το αργό (πετρέλαιο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > солярка
-
5 керосин
-
6 нефть
-
7 заграждение
το φράγμα, ο φράκτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заграждение
-
8 нефтетопливо
το καύσιμο πετρέλαιοτο καύσιμοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нефтетопливо
-
9 нефть
το πετρέλαιοсырая - ακάθαρτο -, αργό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нефть
-
10 трап
I. 1. (лестница) η κλίμακαη σκάλα (ξεν.)надувной - ав. φουσκωτή -- κινδύνουпосадочный ав. - επιβίβασης2. (газонефтяной сепаратор) ο διαχωριστής αερίου από το πετρέλαιο. II.(отверстие в полу для стока воды и отвода ее в канализацию) η οπή, η τρύπα, разг. το σιφώνι, το «ποτηράκι»Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трап
-
11 газолин
газолинм ἡ γκαζολίνη, τό πετρέλαιο. -
12 керосин
керосинм τό πετρέλαιο[ν]. -
13 нефть
нефт||ьж τό πετρέλαιο, ἡ νάφθα, ἡ νάφθή:добыча \нефтьи ἡ ἐξόρυξη πετρελαίου· источник \нефтьи ἡ πετρελαιοπηγή. -
14 газолин
[γκαζαλίν] οοσ. α. γκαζολίνη, πετρέλαιο -
15 керосин
[κιρασίν] ουσ. α. πετρέλαιο -
16 нефть
[ναεφτ'] ουσ. θ. πετρέλαιο -
17 газолин
[γκαζαλίν] ουσ α γκαζολίνη, πετρέλαιο -
18 керосин
[κιρασίν] ουσ α πετρέλαιο -
19 нефть
[ναεφτ'] ουσ θ πετρέλαιο -
20 выдать
-дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, προστκ. выдай, ρ.σ.μ.1. δίνω•выдать деньги δίνω χρήματα•
выдать аванс, удостоверение δίνω προκαταβολή, πιστοποιητικό.
|| παραδίνω•выдать преступника παραδίνω τον εγκληματία.
|| παντρεύω•ее -ли за богатого человека την πάντρεψαν με (σε) πλούσιο,
2. αποκαλύπτω, φανερώνω• προδίνω.3. καμώνομαι, προσποιούμαι•выдать себя за ученого κάνω τον επιστήμονα.
4. εξάγω, βγάζω•выдать нефт сверх плана δίνω πετρέλαιο πάνω από το πλάνο.
5. (παλ.) εκδίδω (βιβλίο, έργο).(με την αντων. себя) προδίνω τον εαυτό μου•выдать себя προδίνομαι μόνος μου.
|| παρουσιάζω•выдать черное за бе-лсю παρουσιάζω το μαύρο για άσπρο.
εκφρ.не выдай – μη με φέρεις σε δύσκολη θέση.1. εξέχω, προεξέχω, προέχω, ξεπέχω.2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.3. εξευρίσκομαι, βρίσκομαι, συμβαίνω, συμπίπτω•-лось несколько часов свободного времени βρέθηκαν μερικές ώρες ελεύθερες•
как только -лся случай μόλις δόθηκε η ευκαιρία.
εκφρ.выдать в кого – μοιάζω του•характер -лся в деда – ο χαρακτήρας έμοιασε τού παππού.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — το εύφλεκτο υγρό που βγαίνει από τη γη και χρησιμοποιείται για φωτισμό, θέρμανση και κίνηση μηχανών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κηροζίνη — Λέξη ρωσικής προέλευσης, που χαρακτηρίζει τα προϊόντα της απόσταξης των ακατέργαστων ορυκτελαίων μεταξύ 150°C και 310°C. Αυτά τα προϊόντα (κλάσματα) της απόσταξης ονομάζονται πετρέλαιο υπό στενή έννοια. Ωστόσο, ο όρος πετρέλαιο έχει καθιερωθεί να … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα Έκταση: 82.880 τ. χλμ Πληθυσμός: 2.407.460 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Άμπου Ντάμπι (398.695 κάτ. το 1995)Κράτος της Αραβικής Χερσονήσου στην είσοδο του Περσικού κόλπου. Συνορεύει στα ΝΔ με τη Σαουδική Αραβία … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek